κοντάκιο

κοντάκιο
κοντάκιο το
кондак – священное песнопение, содержащее в себе похвалу святому или выражающее сущность праздника
Этим.
< κοντάκιο < κοντός «древко, шест». Слово получило значение «церковный гимн» по названию древка, на который накручивали папирус с текстом песнопения

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοντάκιο" в других словарях:

  • κοντάκιο — Ο πάπυρος (ειλητάριο) που περιέχει τη θεία λειτουργία και πήρε την ονομασία του από το μικρό ραβδί, γύρω από το οποίο τυλίγεται. Το κ. διατηρούσε το σχήμα των βιβλίων της αρχαιότητας και απαρτιζόταν από μία στενή επιμήκη λωρίδα μεμβράνης, η οποία …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… …   Dictionary of Greek

  • ειλητάριο — Μακρόστενη λωρίδα περγαμηνής, που τυλιγόταν γύρω από ένα στρογγυλό ξύλο, τον κοντό (γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο). Στις δύο όψεις της γραφόταν το κείμενο της Θείας Λειτουργίας. Τα ε. χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον 11ο έως τον 15o αι.… …   Dictionary of Greek

  • κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… …   Dictionary of Greek

  • ξεκοντακιάζω — κάνω κάτι μέχρι το σημείο που δεν είναι ανεκτό, ωθώ τα πράγματα πέρα από τα όρια ανοχής, τό παρακάνω («είπαμε να διασκεδάσεις μα εσύ τό ξεκοντάκιασες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κοντάκι(ον) «πλήγμα με κοντάκιο όπλου»] …   Dictionary of Greek

  • ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»